- τρόμῳ
- τρόμοςtremblingmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρομώ — έω, Α [τρόμος] 1. τρέμω, ιδίως από φόβο, τρομάζω 2. (με απρμφ.) φοβάμαι να πράξω κάτι 3. (το ενεργ. και μέσ.) (με αιτ.) τρέμω μπροστά σε κάποιον, τόν φοβάμαι υπερβολικά … Dictionary of Greek
τρομῶ — τρομέω tremble pres subj act 1st sg (attic epic doric) τρομέω tremble pres ind act 1st sg (attic epic doric) τρομός trembling masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμω — τρόμος trembling masc nom/voc/acc dual τρόμος trembling masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμωι — τρόμῳ , τρόμος trembling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АНАПОДИЗМ — [греч. ἀναποδισμός от ἀναποδίζω двигаться назад, возвращаться], вид визант. церковно певч. композиции эпохи калофонического пения. А., как и анаграмматизм (в рукописях эти термины часто смешиваются и взаимозаменяются), обозначает перестановку… … Православная энциклопедия
ατρόμητος — η, ο (AM ἀτρόμητος, ον) [τρομώ] άτρομος, άφοβος … Dictionary of Greek
προτρομώ — έω, Α τρέμω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρομῶ «τρέμω» (< τρόμος)] … Dictionary of Greek
σιγοτρομώ — και σιγοτρομάσσω Ν τρέμω ελαφρά, φρίττω, ανατριχιάζω («δεν ηύρηκεν τη λυγερή κι όλος σιγοτρομάσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σιγοτρομώ < σιγά + τρομώ (< τρέμω), ενώ ο τ. σιγοτρομάσσω < σιγά + τρομάσσω, άλλος τ. τού τρομάζω] … Dictionary of Greek
τρομητός — ή, όν, ΜΑ [τρομῶ] μσν. (για αβγό) παρασκευασμένος με ανατάραξη, χτυπητός αρχ. 1. αυτός που τρέμει 2. (για αβγό) μέτρια βρασμένος, μελάτος … Dictionary of Greek
υποτρομώ — έω, Α 1. τρέμω αποκάτω, τρέμουν τα πόδια μου 2. τρέμω από φόβο μπροστά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρομῶ «τρέμω» (< τρόμος)] … Dictionary of Greek